- φουντάρισμα
- τό1) потопление; 2) отдача якоря
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φουντάρισμα — το, ατος 1. βίαιη βύθιση, καταποντισμός, βούλιαγμα: Δε διορθώνεται πια, είναι σαπιοκάραβο· φουντάρισμα θέλει. 2. αγκυροβολιά, αγκυροβόληση, αγκυροβόλημα: Ύστερα από φουντάρισμα δυο ημερών στο λιμάνι του Αμβούργου, φύγαμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φουντάρισμα — το, Ν [φουντάρω] 1. βίαιη βύθιση, καταβύθιση, βούλιαγμα 2. πόντιση τής άγκυρας, αγκυροβόλημα … Dictionary of Greek
αγκυροβόλημα — το, ατος και αγκυροβόληση, η το ρίξιμο της άγκυρας, το φουντάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)